παράτριψιν

παράτριψιν
παράτριψις
rubbing against one another
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράτριψις — ἡ, ΜΑ [παρατρίβω] ελαφρή τριβή, ελαφρό, ανεπαίσθητο άγγιγμα («κατὰ παράτριψιν καὶ σύγκρουσιν νεφῶν», Διογ. Λαέρ.) αρχ. 1. η προστριβή δύο σωμάτων μεταξύ τους, η τριβή ενός σώματος με άλλο 2. (για πολύτιμες ύλες) η τριβή μιας ύλης κοντά ή δίπλα σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”